μαυροφόρος

μαυροφόρος
-α, -ο
αυτός που φοράει μαύρα ρούχα, ο μαυροντυμένος: Μαυροφόρες γυναίκες ακολουθούσαν τον Επιτάφιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαυροφόρος — ο, θηλ. και α 1. ο μαυροντυμένος, αυτός που φοράει μαύρα ρούχα («πως δίδουνε πολλή τιμή σ αυτό τό μαυροφόρο», Ερωτόκρ.) 2. συνεκδ. αυτός που πενθεί …   Dictionary of Greek

  • μαυροφορώ — [μαυροφόρος] 1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι) 2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, η, ο(ν) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί …   Dictionary of Greek

  • μελανείμων — ον (Α μελανείμων, και μελανοείμων, ον) 1. αυτός που φορά μαύρα ενδύματα, μαυροφόρος («τοὺς μελανείμονας τοὺς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῡντας», Πολ.) 2. φρ. «μελανείμων ἑορτή» δημόσιο πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • mavrofor — MAVROFÓR, mavrofori, s.m. Voluntar grec din unităţile de elită ale eteriei. – Din ngr. mavrofóros. Trimis de claudia, 05.11.2007. Sursa: DEX 98  mavrofór s. m. (sil. vro ), pl. mavrofóri Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”